προέργου

προέργου
προέργου , πρό-ἔργνυμι
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προέργου — Α βλ. προὔργου …   Dictionary of Greek

  • προύργου — και προέργου Α 1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῑν», Αριστοφ. β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.) 2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”